ἀκαθαρσίας

ἀκαθαρσίας
ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία
uncleanness
fem acc pl
ἀκαθαρσίᾱς , ἀκαθαρσία
uncleanness
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • нечистота — НЕЧИСТОТ|А (86), Ы с. Нечистота, грязь: гроби иже извьну ˫авлѧютсѧ. красни. внутрь же полни су(т) костии мр҃твыхъ. и всѧко˫а неч(с)тоты. (ἀκαϑαρσία) ГБ XIV, 109б. 2. Скверна, мерзость, порок: Блѹдъ же и вьсѧка нечи||стота. и лихоимьство да не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CABALLINUS — I. CABALLINUS cognomen inditum Constantino Copronymo Imperatori Constantinopol. quod equini stercoris (Caballinum dicti, qpud Marcellum Empiricum c. 8. et 10.) odore ac tactu delectaretur. Anastasius ad Synodum VIII. Constantinopol. Stercoralis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NICOLAITAE — quinam fueri???t, ex Eusebio discimus Eccles. Hist. l. 3. c. 29, qui ex Clement. Alex. l. 3. Strom. haecrefert. Nicolaus Diaconus, cuius mentionem facit B. Lucas Histor. SS. Ap. c. 6. v. 5. uxorem habens formosissimam, ab Apostolis, quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δείσοζος — δείσοζος, ον (Α) αυτός που αναδίδει οσμή ακαθαρσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείσα + όζω (πρβλ. βαρύοζος)] …   Dictionary of Greek

  • εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …   Dictionary of Greek

  • πινώδης — ῶδες, Α [πίνος] 1. (κυρίως για έρια) ο πλήρης λιπώδους ακαθαρσίας, γεμάτος λίγδα 2. (για την κόμη) ακάθαρτος, ρυπαρός …   Dictionary of Greek

  • σκούπισμα — το, Ν [σκουπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκουπίζω, απομάκρυνση τής σκόνης ή τών σκουπιδιών από το πάτωμα ή το έδαφος με τη σκούπα 2. αφαίρεση ακαθαρσίας από μια επιφάνεια …   Dictionary of Greek

  • ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”